- ακροδαχτυλιά
- η [ακροδάχτυλο]δαχτυλιά, κηλίδα που έγινε με την άκρη τού δαχτύλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροδάκτυλο — το (Μ ἀκροδάκτυλον) (Ν και δάχτυλο) η άκρη τού δαχτύλου μσν. το μεγάλο δάχτυλο τού χεριού νεοελλ. το μικρό δάχτυλο τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + δάκτυλος το μικρό δάχτυλο του χεριού. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδαχτυλάκι, ακροδαχτυλιά] … Dictionary of Greek